πληκτωρ

πληκτωρ
    πλήκτωρ
    дор. Anth. πλάκτωρ -ορος = πλήκτης См. πληκτης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πληκτωρ" в других словарях:

  • πλήκτωρ — ορος, ὁ, δωρ. τ. πλάκτωρ, Α αυτός που επιφέρει πλήγματα, που δίνει χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ, τινάκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • κερατοπλήκτωρ — κερατοπλήκτωρ, ορος, ὁ (Μ) αυτός που χτυπά με τα κέρατά του («κερατοπλήκτωρ ταῡρος», Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + πλήκτωρ (< πλήσσω)] …   Dictionary of Greek

  • πλάκτωρ — ορος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλήκτωρ …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»